βολταϊκός

βολταϊκός
-ή, -ό
φρ.
1. «βολταϊκή στήλη» ή «βολταϊκό στοιχείο» — διάταξη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας
2. «βολταϊκό τόξο» — φωτεινό ηλεκτρικό τόξο που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ηλεκτρόδια από άνθρακα, τα οποία βρίσκονται σε διαφορά δυναμικού περίπου 50 βολτ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. voltaic < [Alessandro] Volta (όνομα Ιταλού φυσικού) + (κατάλ.) -ic (πρβλ. -ικός). Η ελληνική λ. βολταϊκός μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν των Σχοινά, Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βολταϊκός — ή, ό ηλεκτρικός, ηλεκτροχημικός: Το βολταϊκό τόξο χρησιμοποιείται στη συγκόλληση μετάλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτοβολταϊκός — ή, ό, Ν φρ. α) «φωτοβολταϊκό φαινόμενο» φυσ. φυσική διεργασία κατά την οποία δύο ανόμοια υλικά, σε στενή επαφή μεταξύ τους, ενεργούν ως ένα ηλεκτρικό στοιχείο όταν εκτίθενται στο φως ή σε άλλη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία β) «φωτοβολταϊκό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”